- ἕλκους
- ἕλκοςwoundneut gen sg (attic epic doric)ἑλκόωwoundimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαστρεκτομή — Χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αφαίρεση του στομαχιού. Οι δύο βασικοί τύποι γ. είναι η ολική και η ευρεία. Στην πρώτη, που επιχειρείται σε περιπτώσεις καρκίνου, αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι, μαζί με τους γειτονικούς… … Dictionary of Greek
έλκωση — η (AM ἕλκωση) σχηματισμός έλκους … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
ελκογόνος — ο αυτός που προκαλεί την εμφάνιση έλκους («ελκογόνοι παράγοντες») … Dictionary of Greek
ελκώδης — ες (AM ἑλκώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς») 2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι») νεοελλ. φρ. «ελκώδες έντερο» η μοίρα τού λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος τού δωδεκαδακτύλου και … Dictionary of Greek
εξέλκωση — η (Α ἐξέλκωσις) σχηματισμός έλκους (πληγής) στο δέρμα ή σε έναν βλεννογόνο … Dictionary of Greek
εξαλλαγή — η (AM ἐξαλλαγή) [εξαλάσσω] πλήρης μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. η μετατροπή έλκους, καλοήθους όγκου κ.λπ. σε καρκίνο αρχ. 1. μετάπτωση «ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος» 2. ποικιλία 3. εναλλαγή («ἐξαλλαγὴ ποικίλων μαθημάτων», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
εξελκούμαι — (AM ἐξελκοῡμαι Α ἐξελκῶ, όω) (για μέρη τού σώματος) σχηματίζω έλκη, γίνομαι ελκώδης αρχ. ἐξελκῶ προκαλώ τη δημιουργία έλκους … Dictionary of Greek
ερπητικός — ή, ό [έρπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρπητα («ερπητική μορφή τού έλκους») 2. αυτός που πάσχει από έρπητα 3. φρ. «ερπητική στοματίτιδα» ή «ερπητική φαρυγγίτιδα» πάθηση τού άκρου τής γλώσσας ή τού φάρυγγα, κατά την οποία αναπτύσσονται … Dictionary of Greek
εσχάρωμα — ἐσχάρωμα, τὸ (Μ) [εσχαρώ] εσχάρα έλκους, κακάδι … Dictionary of Greek